- νηπενθής
- -ές (Α νηπενθής, -ές)1. αυτός που αποβάλλει, που απομακρύνει το πένθος, τη λύπη2. αυτός που είναι απαλλαγμένος από θλίψηνεοελλ.1. αυτός που δεν προκαλεί λύπη2. το ουδ. ως ουσ. το νηπενθέςβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας νηπενθίδεςαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. το φυτό ή ο καρπός του που δόθηκε από έναν Αιγύπτιο στην Ελένη και ήταν πιθανότατα το όπιο, το οποίο πινόταν με κρασί και προκαλούσε λήθη όλων τών κακών και τών θλίψεων2. (το αρσ.) επίθετο τού Απόλλωνος.επίρρ...νηπενθέως και νηπενθῶς (Α)χωρίς λύπη, χωρίς θλίψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη-* + -πενθής (< πένθος), πρβλ. α-πενθής, δυσ-πενθής].
Dictionary of Greek. 2013.